Anne, Yaşlanıyorum… / Μαμά, γερνάω…

Marilena Evangelou

Anne, Yaşlanıyorum

Bu aralar 80’lerin sonundan şahane bir şarkı sürekli kafamda. “Yaşlanıyorum anne (γερνάω μαμά). Yıllardır olmamdan korktuğun kişi olmaktan tırsıyorum, titriyorum: “Güzel, genç ve bahtsız”.

Düşünün ki bu şarkıyı ilk dinlediğim zamanlarda “yaşlanıyorum” kelimesinin anlamı uzaktı, anlamsızdı. Bana hiç dokunmayacağından emindim…  

Bir haftadır bu şarkıyı mırıldanıyorum. Bir hafta önce, yeniden bir araya gelme gecesinde 90’lı yıllarda öğrenci mekanlarımızda bize eşlik eden grup da oradaydı ve ben de 40 küsur yaşımda onları dinlemeye gitmiştim. O geceden beridir şarkı kafamda dönüyor.

***

Mekân oldukça kalabalıktı. Zar zor kendime bir yer buldum. Dışarıdaki kuyrukta insanlar 20 yıldan sonra buluşuyorlardı. Bazıları yirmi yıldan sonra ilk kez karşılaşıyordu. Birbirimizi tanımakta zorlanıyoruz. Saçlarda grilikler, alında kırışıklıklar, işten ne kadar yorulduğumuzu ve gece dışarıya çıkabilmek için çocuğumuzu nereye bıraktığımızı konu alan sohbetler…   

İçeride, grup programa başlamış bile. Onlar hiç değişmemişler. Aynı kimya ve aynı coşkuyla daha ilk notadan bizi eskilere götürüyorlar…

Telefondan gelen ses pilin bitmek üzere olduğunu işaret ediyor. Bu sahnedeki ebedi gençleri ölümsüzleştirdiğim anda telefon kapanıyor. Dış dünya ile hiçbir temas kalmıyor. Üzerimden soğuk ter boşalıyor. Endişelenmeye başlıyorum… Çocuklar… Ya bir şey olursa? Duvardaki prizlere göz atmaya başladım. Tümü dolu. Dünya tersine dönecek değil ya? Ben hâlihazırda 90’lardayım.  

***

Orta yaşlı müdavimler iki gitar, bir saksafon ve üç tanıdık sesten oluşan zaman makinasıyla hep birlikte geçmişe yolculuk yapıyorlar. O andan sonra yalnızca ruhun gücüyle her şey olabilir. Gri çizgiler ve çatlaklar loş ortamda ve gençlik sesleriyle kayboluyor. Sonrasında sohbetler de o döneme dönüyor. Hatıralar, nostalji, sonu gelmez hikayeler. Aklım izin veriyor ve vücudum rahatlayıp ortamla uyuşuyor. Biraz geçince, zaman tersine dönüyor. Artık geceyi götürenler müdavimler oluyor. Sesleri bir koro gibi ve oldukça uyumlu. Sanatçıları bastırıyor. Grup kendi sesini kısıyor. Müzik sahnesi bizim. Yeniden genç!            

***

Artık sabahın ilk saatlerine doğru, 1976 yılında bir askeri anlatan blues şarkısı çalıyor. Üniversite yıllarından buyana hiç görmediğim yanımda duran bir arkadaşım beni aniden bugüne döndürdü. “Oğlum askerdir. Yarın izinlidir. Gitmem lazım”. Nasıl mümkün olur ki? Ne zaman yaptı, ne zaman bu kadar büyüdü. Oğlu… Asker mi?

Şaşkınlığımı ifade etmeye fırsat bulmadan bana şunu söyledi: “90’ları hatırlıyor musun? Bu blues şarkısını söylerdik ve askerin, silahların, nöbetlerin, emirlerin bizim çocuklara dokunmadan bitip gideceğini zannederdik! Senin de çocukların asker yaşına gelmeden ordu kalmayacağı yönünde bir yanılgın vardır kesin. Ben de öyle sanıyordum.”

Yalan mı söyleyeyim? Bu “yanılgım” vardır. Aynı yanılgı erkek kardeşime ilgili annemde de vardı. Aynısı nenemde babam ile ilgili olarak vardı. O anda başa dönüyoruz, yeniden aynı şarkıyı söylemeye başlıyorum. Bizim için, bizsiz olanlarla ilgili olarak “Yaşlanıyorum anne (γερνάω μαμά). Yıllardır olmamdan korktuğun kişi olmaktan tırsıyorum, titriyorum: Güzel, genç ve bahtsız”!

---------------------------------
YENİDÜZEN için yazılan Yunanca özgün metinden çeviri: Çağdaş Polili

---------------------------------

Μαμά, γερνάω…

Ένα υπέροχο τραγούδι από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 δεν σταματά να τρυπά το μυαλό μου. «Γερνάω, μαμά. Και τρέμω να `μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς: ωραία, νέα κι ατυχής». Και να σκεφτείτε ότι έχω να το ακούσω από τότε που το νόημα της λέξης «γερνάω» ήταν μια μακρινή και αδιάφορη προοπτική, που ήμουν σίγουρη μάλιστα ότι δεν θα με άγγιζε.

 

Το σιγοτραγουδώ εδώ και μια βδομάδα. Από τη μέρα που πήγα στη βραδιά επανασύνδεσης μιας μπάντας η οποία στα μέσα της δεκαετίας του ’90 συντρόφευε τις νύχτες των φοιτητικών χρόνων όσων σήμερα είναι κάπου στα 40 και βάλε.

***

Η μουσική σκηνή είναι κατάμεστη. Ίσα που κατάφερα να εξασφαλίσω μια θέση. Στην ουρά απέξω άνθρωποι συναντιόνται μετά από 20 χρόνια. Κάποιοι για πρώτη φορά από τότε. Δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο. Γκρίζες ανταύγειες στα μαλλιά, ρυτίδες στο μέτωπο και οι συζητήσεις να περιστρέφονται στην κούραση από τη δουλειά και πού αφήσαμε ο καθένας από εμάς τα παιδιά για να καταφέρουμε να βγούμε το βράδυ έξω.

Μέσα, η μπάντα άρχισε ήδη το πρόγραμμα. Αυτοί, δεν άλλαξαν καθόλου. Με την ίδια χημεία και το ίδιο πάθος από την πρώτη κιόλας νότα μας παίρνουν πίσω στο χρόνο.

Ο ήχος στο κινητό δεικνύει ότι η μπαταρία τελειώνει. Κλείνει μόλις καταφέρνω να απαθανατίσω τους αιώνιους νέους στη σκηνή. Καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Κρύος ιδρώτας με λούζει. Αρχίζω να αγχώνομαι… τα παιδιά… κι αν συμβεί κάτι; Άρχισα να παρατηρώ τις πρίζες στους τοίχους. Όλες κατειλημμένες. Δεν πα να γυρίσει η Γη ανάποδα; Είμαι ήδη στη δεκαετία του ’90.

***

Οι μεσήλικες θαμώνες συνταξιδεύουν με μηχανή του χρόνου δυο κιθάρες, ένα σαξόφωνο και τρεις γνώριμες φωνές από τότε που όλα μπορούσαν να γίνουν μόνο με τη δύναμη της ψυχής. Οι γκρίζες ανταύγειες και οι ρυτίδες χάνονται μέσα στο ημίφως και τους ήχους της νιότης και οι συζητήσεις δεν αργούν να προσαρμοστούν στο τότε. Θύμησες, νοσταλγία, ατέλειωτες ιστορίες. Το μυαλό αφήνεται και το κορμί χαλαρώνει και συντονίζεται. Σε λίγο, οι ρόλοι αντιστρέφονται. Πρωταγωνιστές της βραδιάς είναι πια οι θαμώνες. Η φωνή τους χορωδιακή και απόλυτα εναρμονισμένη επισκιάζει τους τρεις καλλιτέχνες. Η μπάντα χαμηλώνει την ένταση. Η μουσική σκηνή είναι δική μας. Ξανά νέοι!

***

Κάπου στις πρώτες πρωινές ώρες, ξεκινά το blues που περιγράφει τη θητεία ενός στρατιώτη το 1976. Η επαναφορά στο σήμερα ήρθε απότομα από τη φίλη δίπλα μου, την οποία είχα να δω από τότε. «Ο γιος μου είναι στρατιώτης. Αύριο έχει έξοδο. Πρέπει να φύγω».  Αν είναι δυνατόν… πότε πρόλαβε; Ο γιος της… στρατιώτης;

Πριν προλάβω να εκφράσω έκπληξη, μου λέει: «Θυμάσαι τη δεκαετία του ’90; Τραγουδούσαμε αυτό το blues νομιζόμενοι πως  ο στρατός, τα όπλα, οι σκοπιές, οι διαταγές, θα είχαν τελειώσει πριν αγγίξουν τα παιδιά μας! Θα ‘χεις κι εσύ την αυταπάτη ότι δεν θα υπάρχει στρατός μέχρι να ενηλικιωθούν τα δικά σου παιδιά.  Κι εγώ έτσι νόμιζα».

Να πω ψέματα; Αυτή την «αυταπάτη» έχω. Την ίδια που είχε και η μάνα μου πριν από μένα για τον αδελφό μου και η γιαγιά μου για τον πατέρα μου. Και πάμε πάλι απ’ την αρχή να τραγουδώ «γερνάω μαμά. Και τρέμω να `μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς: ωραία, νέα κι ατυχής» για όλα όσα γίνονται για μας, χωρίς εμάς!